- μέχρι
- και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις)(χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.)1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ.δ. «ὥστ' ἐλευθέρους εἶναι μέχρι οὗ πάλιν αὐτοὶ αὐτοὺς κατεδουλώσαντο», Πλάτ.)2. (για αρίθμηση ή για μέτρηση) περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω (α. «θα περπατήσουμε μέχρι δύο ώρες» β. «τοὺς μέχρι τριάκοντα έτη γεγονότας», Αισχίν.)3. (ως επίρρ. χρον. ή τοπ.) ωσότου, ώσπου, ώς ένα ορισμένο σημείο (α. «μέχρι σήμερα δεν φάνηκε» β. «θα διαβάσω μέχρις εδώ» γ. «τοσαύτῃ δ' εὐανδρία κέχρηται μέχρι καὶ νῡν», Στράβ.)νεοελλ.-μσν.φρ. «μέχρι και...» — ακόμη και, έως καιαρχ.1. (ως πρόθ.) εφόσον («μέχρι τού δικαίου» — εφόσον συμφωνεί με το δίκαιο, εφόσον τό επιτρέπει το δίκαιο, Θουκ.)2. (ως χρον. σύνδ με οριστ.) α) ωσότου («μέχρι σκότος ἐγένετο», Ξεν.)β) στο μεταξύ χρονικό διάστημα, ενώ3. (στον Ηρόδ. και στους Ίωνες) το μέχρι οὗ αντί τού απλού μέχρι («μέχρι οὗ ὀκτώ πύργων», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέχρι απαντά ως επίρρημα, «καταχρηστική» πρόθεση (δηλ. δεν χρησιμοποιείται στη σύνθεση) και ως σύνδεσμος με τοπική και χρονική σημ. Απαντά και ο τ. μέχρις, το -ς τού οποίου οφείλεται σε λόγους ευφωνίας. Ως επίρρημα χρησιμοποιείται στον αττικό πεζό λόγο με προθέσεις όπως εἰς, πρός, ενώ ως πρόθεση συντάσσεται με γενική (πρβλ. μέχρι οὗ). Ως σύνδεσμος απαντά συχνά μαζί με το οὗ (πρβλ. μέχρι οὗ «μέχρι το σημείο που»). Ο τ. μέχρι ανάγεται πιθ. στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *me- «στο μέσον», που χρησιμοποιείται ως βάση επιρρημάτων-προθέσεων (βλ. μέσφα, μετά, ἄχρι) δηλ. μέχρι(ς) < IE *me-ğhri-s και συνδέεται πιθ. με αρμ. merj «κοντά» και το ρ. merjenam «πλησιάζω». Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η άποψη ότι ο τ. μέχρι είναι σύνθ. από τη ρίζα *me- και τη λ. χείρ, χειρός «χέρι» (< *me-ĝhsr-i, πρβλ. αρμ. jern)].
Dictionary of Greek. 2013.